- λυτούς
- λυτόςthat may be untiedmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
λυτός — ή, ό (AM λυτός, ή, όν) [λύω] νεοελλ. 1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος 2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα μσν. απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση αρχ. 1. αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek
απολ(ν)ώ — ( ας, ά), υσα, ύθηκα, υμένος 1. μτβ., αφήνω ελεύθερο, εξαποστέλλω: Απόλυσε λυτούς και δεμένους, για να με καταφέρει. 2. αμτβ., τελειώνει κάτι: Όταν έφτασα στην εκκλησία, απολνούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)